Βόρειος Πόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βόρειος Πόλος | ||
| γενική | του | Βόρειου Πόλου | ||
| αιτιατική | τον | Βόρειο Πόλο | ||
| κλητική | Βόρειε Πόλε | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.