Βρισηΐς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Βρῑσηιδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | Βρισηΐς | αἱ | Βρισηΐδες | |
| γενική | τῆς | Βρισηΐδος | τῶν | Βρισηΐδων | |
| δοτική | τῇ | Βρισηΐδῐ | ταῖς | Βρισηΐσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | Βρισηΐδᾰ | τὰς | Βρισηΐδᾰς | |
| κλητική ὦ! | Βρισηΐς* | Βρισηΐδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βρισηΐδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Βρισηΐδοιν | |||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον ενικό. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Πηγές
- Βρισηΐς, Βρισηίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.