Βουνό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βουνό τα Βουνά
      γενική του Βουνού των Βουνών
    αιτιατική το Βουνό τα Βουνά
     κλητική Βουνό Βουνά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βουνό < βουνό

Προφορά

ΔΦΑ : /vuˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουνό

Κύριο όνομα

Βουνό ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.