Βοσπόριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Βοσπόριος < Βόσπορ(ος) + -ιος
Επίθετο
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Βοσπόριος | ἡ | Βοσπορίᾱ | τὸ | Βοσπόριον |
| γενική | τοῦ | Βοσπορίου | τῆς | Βοσπορίᾱς | τοῦ | Βοσπορίου |
| δοτική | τῷ | Βοσπορίῳ | τῇ | Βοσπορίᾳ | τῷ | Βοσπορίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Βοσπόριον | τὴν | Βοσπορίᾱν | τὸ | Βοσπόριον |
| κλητική ὦ! | Βοσπόριε | Βοσπορίᾱ | Βοσπόριον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Βοσπόριοι | αἱ | Βοσπόριαι | τὰ | Βοσπόριᾰ |
| γενική | τῶν | Βοσπορίων | τῶν | Βοσπορίων | τῶν | Βοσπορίων |
| δοτική | τοῖς | Βοσπορίοις | ταῖς | Βοσπορίαις | τοῖς | Βοσπορίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Βοσπορίους | τὰς | Βοσπορίᾱς | τὰ | Βοσπόριᾰ |
| κλητική ὦ! | Βοσπόριοι | Βοσπόριαι | Βοσπόριᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βοσπορίω | τὼ | Βοσπορίᾱ | τὼ | Βοσπορίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Βοσπορίοιν | τοῖν | Βοσπορίαιν | τοῖν | Βοσπορίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ο σχετικός με τον Βόσπορος, ο βοσπόρειος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βόσπορος
Κύριο όνομα
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Βοσπόριος | οἱ | Βοσπόριοι | ||||
| γενική | τοῦ | Βοσπορίου | τῶν | Βοσπορίων | ||||
| δοτική | τῷ | Βοσπορίῳ | τοῖς | Βοσπορίοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Βοσπόριον | τοὺς | Βοσπορίους | ||||
| κλητική ὦ! | Βοσπόριε | Βοσπόριοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βοσπορίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Βοσπορίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Βοσπόριος αρσενικό
Αναφορές
- Βοσπόριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.