Βορειομακεδόνισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βορειομακεδόνισσα | οι | Βορειομακεδόνισσες |
| γενική | της | Βορειομακεδόνισσας | των | Βορειομακεδονισσών |
| αιτιατική | τη | Βορειομακεδόνισσα | τις | Βορειομακεδόνισσες |
| κλητική | Βορειομακεδόνισσα | Βορειομακεδόνισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βορειομακεδόνισσα < Βορειομακεδόνας + κατάληξη θηλυκού -ισσα < Βόρεια Μακεδονία + -ας
Μεταφράσεις
Βορειομακεδόνισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.