Βελή

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /veˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βελή

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βελή
      γενική της Βελής
    αιτιατική τη Βελή
     κλητική Βελή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βελή < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Βελή θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Βελή < γενική ενικού του αρσενικού Βελής

Κύριο όνομα

Βελή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Βελή αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.