Βασιλείδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βασιλείδης οἱ Βασιλεῖδαι
      γενική τοῦ Βασιλείδου τῶν Βασιλειδῶν
      δοτική τῷ Βασιλείδ τοῖς Βασιλείδαις
    αιτιατική τὸν Βασιλείδην τοὺς Βασιλείδᾱς
     κλητική ! Βασιλείδη Βασιλεῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βασιλείδ
γεν-δοτ τοῖν  Βασιλείδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βασιλείδης < Βασιλε(ύς) + (πατρωνυμικό) -ίδης

Κύριο όνομα

Βασιλείδης, -ου αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.