Βαμβακάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βαμβακάρης οι Βαμβακάρηδες
      γενική του Βαμβακάρη των Βαμβακάρηδων
    αιτιατική τον Βαμβακάρη τους Βαμβακάρηδες
     κλητική Βαμβακάρη Βαμβακάρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βαμβακάρης < ενδεχομένως προέλευσης από την ιταλική Bambacari  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Βαμβακάρης αρσενικό (θηλυκό Βαμβακάρη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.