Βαλμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βαλμάς οι Βαλμάδες
      γενική του Βαλμά των Βαλμάδων
    αιτιατική τον Βαλμά τους Βαλμάδες
     κλητική Βαλμά Βαλμάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βαλμάς < επάγγελμα βαλμάς

Κύριο όνομα

Βαλμάς αρσενικό

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.