Βέης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βέης | οι | Βέηδες |
| γενική | του | Βέη | των | Βέηδων |
| αιτιατική | τον | Βέη | τους | Βέηδες |
| κλητική | Βέη | Βέηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βέης < Μπέης, με διόρθωση του [b] σε [v] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- Μπέης
-
Νίκος Βέης στη Βικιπαίδεια
(1883; - 1958), Έλληνας πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός (βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Веис
- λατινικοί χαρακτήρες: Veis, Bees (φιλολογική μεταγραφή του Ν. Βέη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.