Βάι
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Βάι < μεσαιωνική ελληνική βαγί < βάϊον, υποκοριστικό του βάϊς < αρχαία αιγυπτιακή b'j (κοπτικά bai)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐ι
Κύριο όνομα
Βάι ουδέτερο
- περιοχή του νομού Λασιθίου στην ανατολική Κρήτη, όπου και το ομώνυμο φοινικόδασος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.