Αρβανιτόπουλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αρβανιτόπουλλος | οι | Αρβανιτόπουλλοι & Αρβανιτοπουλλαίοι1 |
| γενική | του | Αρβανιτόπουλλου & Αρβανιτοπούλλου |
των | Αρβανιτόπουλλων2 & Αρβανιτοπουλλαίων |
| αιτιατική | τον | Αρβανιτόπουλλο | τους | Αρβανιτόπουλλους3 & Αρβανιτοπουλλαίους |
| κλητική | Αρβανιτόπουλλε | Αρβανιτόπουλλοι & Αρβανιτοπουλλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αρβανιτοπούλλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αρβανιτοπούλλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αρβανιτόπουλλος < Αρβανίτ(ης) + -όπουλλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.