Ανδριώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανδριώτισσα οι Ανδριώτισσες
      γενική της Ανδριώτισσας των Ανδριωτισσών
    αιτιατική την Ανδριώτισσα τις Ανδριώτισσες
     κλητική Ανδριώτισσα Ανδριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανδριώτισσα < Ανδριώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα

Ανδριώτισσα θηλυκό

  • Αντριώτισσα (λαϊκό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ανδριώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.