Ανάληψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανάληψη οι Αναλήψεις
      γενική της Ανάληψης* των Αναλήψεων
    αιτιατική την Ανάληψη τις Αναλήψεις
     κλητική Ανάληψη Αναλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αναλήψεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανάληψη < καθαρεύουσα Ἀνάληψις (παλαιότερη ονομασία) / ανάληψη

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ανάληψη

Κύριο όνομα

Ανάληψη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.