Αλώπηξ
Νέα ελληνικά (el)

ο αστερισμός της Αλώπεκος
Ετυμολογία
- Αλώπηξ < αρχαία ελληνική ἀλώπηξ
Κύριο όνομα
Αλώπηξ θηλυκό
- όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Σημειώθηκε για πρώτη φορά το 1690, στο Firmamentum Sobiescianum του Hevelius, κι ανήκει στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Vul
- (παρωχημένο) η αλεπού
-
Αλώπηξ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αλώπηξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.