Αδάμες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Αδάμες | ||
| γενική | των | Αδαμών | ||
| αιτιατική | τις | Αδάμες | ||
| κλητική | Αδάμες | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈða.mes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐δά‐μες
Κύριο όνομα
Αδάμες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- συνοικία της Κηφισιάς στην Αθήνα
- ※ Μια νέα γέφυρα με τρεις λωρίδες, αντί για δύο σήμερα, προβλέπει ο ανασχεδιασμός του κόμβου Βαρυμπόμπης. Η γέφυρα θα έχει δύο κυκλικές πλατείες (round abouts) εκατέρωθεν, ενώ μια τέτοια πλατεία θα προστεθεί και στο τέλος της υπόγειας διάβασης στις Αδάμες, ώστε να εξυπηρετεί την κίνηση από Νέα Ερυθραία προς Αθήνα. (Γιώργος Λιάλιος, Αντιδράσεις με φόντο τα διόδια στη Βαρυμπόμπη, εφημερίδα Η Καθημερινή, 3 Ιουνίου 2020)
Αναφορές
- Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.