Αγριλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αγριλιά | οι | Αγριλιές |
| γενική | της | Αγριλιάς | των | Αγριλιών |
| αιτιατική | την | Αγριλιά | τις | Αγριλιές |
| κλητική | Αγριλιά | Αγριλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αγριλιά < αγριλιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γρι‐λιά
-
Αγριλιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.