αγιοταφίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγιοταφίτισσα | οι | αγιοταφίτισσες |
| γενική | της | αγιοταφίτισσας | των | αγιοταφιτισσών |
| αιτιατική | την | αγιοταφίτισσα | τις | αγιοταφίτισσες |
| κλητική | αγιοταφίτισσα | αγιοταφίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγιοταφίτισσα < αγιοταφίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγιοταφίτης
αγιοταφίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.