Αγιονορείτης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αγιονορείτης < Άγιον Όρος + -ίτης

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγιονορείτης οι Αγιονορείτες
      γενική του Αγιονορείτη των Αγιονορειτών
    αιτιατική τον Αγιονορείτη τους Αγιονορείτες
     κλητική Αγιονορείτη Αγιονορείτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Αγιονορείτης αρσενικό μόνο

  • (τοπωνυμικό) ο μόνιμος κάτοικος ή αυτός που μονάζει ή ασκητεύει επί μακρό διάστημα στο Άγιο Όρος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.