Αίσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αίσα
      γενική της Αίσας
    αιτιατική την Αίσα
     κλητική Αίσα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αίσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Αἶσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αίσα

Κύριο όνομα

Αίσα θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία) μία από τις αρχαίες θεές της τύχης, η Αἶσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.