ΑΤΙΑ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΑΤΙΑ < : Αγνώστου Ταυτότητος Ιπτάμενο Αντικείμενο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική UFO
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈti.a/ (ως αρκτικόλεξο)
Συντομομορφή
ΑΤΙΑ ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο και αρκτικόλεξο
- γενική ονομασία για περίεργα και αταυτοποίητα αντικείμενα που γίνονται ορατά στον ουρανό και αποδίδονται από διάφορους σε επισκέψεις εξωγήινων
Συνώνυμα
- ούφο (και μεταφορικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.