ούφο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ούφο < (άμεσο δάνειο) αγγλική UFO
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈu.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐φο
Ουσιαστικό
ούφο ουδέτερο άκλιτο
- Α.Τ.Ι.Α.
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο άσχετος ή ο εκτός τόπου και χρόνου
Παράγωγα
- ουφάδικο
- ουφολογία
- ουφολογικός
- ουφολόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.