Άρειος Πάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Άρειος Πάγος
      γενική του Άρειου Πάγου
& Αρείου Πάγου
    αιτιατική τον Άρειο Πάγο
     κλητική Άρειε Πάγε
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άρειος Πάγος < αρχαία ελληνική Ἄρειος Πάγος (βραχώδης λόφος του θεού Άρη)  δείτε τις λέξεις Ἄρειος και πάγος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɾi.os ˈpa.ɣos/

Κύριο όνομα

Άρειος Πάγος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. λόφος στην αρχαία Αθήνα
  2. (νομικός όρος, ιστορία) δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα
  3. (νομικός όρος) ανώτατο νεοελληνικό δικαστήριο
  4. (ιστορία, πολιτική) σώμα γερουσίας στην «Ανατολική Χέρσο Ελλάδα»

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις Άρης και πάγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.