Άνω Λιόσια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Άνω Λιόσια | ||
| γενική | των | Άνω Λιοσίων | ||
| αιτιατική | τα | Άνω Λιόσια | ||
| κλητική | Άνω Λιόσια | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.no ˈʎo.sça/
Κύριο όνομα
Άνω Λιόσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- προάστιο της Αθήνας
- ※ Η μανιώδης αναζήτηση της αγαπημένης του έχει σαν αποτέλεσμα να ανακαλύψει ότι η Συλβάνα έχει ανέβει επίπεδο και διευθύνει έναν οίκο ανοχής στα Άνω Λιόσια.
- Γρηγόρης Αζαριάδης, Παραπλάνηση (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2020), σ. 317.
- ※ Η μανιώδης αναζήτηση της αγαπημένης του έχει σαν αποτέλεσμα να ανακαλύψει ότι η Συλβάνα έχει ανέβει επίπεδο και διευθύνει έναν οίκο ανοχής στα Άνω Λιόσια.
Μεταφράσεις
Άνω Λιόσια
|
Αναφορές
- Βλ. Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 1 (Αθήνα: Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, 1927), σ. 320 (στον παράπλευρο χάρτη).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.