Λιόσια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Λιόσια | ||
| γενική | των | Λιοσίων | ||
| αιτιατική | τα | Λιόσια | ||
| κλητική | Λιόσια | |||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎo.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λιό‐σια
- Λιόσα (λαϊκή, προφορική, μάλλον παρωχημένη)
Παράγωγα
Αναφορές
- Βλ. «Λιόσα», στο: Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ³2006, ISBN 960-214445-9), σ. 62.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.