élu
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
élu
élus
θηλυκό
élue
élues
élu
(fr)
(
θρησκεία
)
εκλεκτός
του
Θεού
εκλεγμένος
Ουσιαστικό
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
élu
élus
θηλυκό
élue
élues
élu
(fr)
εκλεκτός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.