Κεμπέκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κεμπέκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική Québec

Κύριο όνομα

Κεμπέκ ουδέτερο, άκλιτο

  1. η γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά
  2. η πρωτεύουσα του Κεμπέκ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.