zaino
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- zaino < λομβαρδική zainja (καλάθι)
Ουσιαστικό
zaino (it) αρσενικό
- σακίδιο από δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται από βοσκούς για μεταφορά-αποθήκευση τροφίμων
- στρατιωτικό σακίδιο
Συνώνυμα
- zainetto
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.