zaino

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

zaino < λομβαρδική zainja (καλάθι)

Ουσιαστικό

zaino (it) αρσενικό

  1. σακίδιο από δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται από βοσκούς για μεταφορά-αποθήκευση τροφίμων
  2. στρατιωτικό σακίδιο

Συνώνυμα

  • zainetto
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.