zèbre
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- zèbre < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική zebra
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| zèbre | zèbres |
zèbre (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η ζέβρα
- (μεταφορικά) χαϊδευτικό όνομα για παιδιά
- (μεταφορικά) τύπος, μάγκας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.