wrench

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

wrench (en)

  1. κίνηση με την οποία συστρέφουμε και τραβάμε με δύναμη
  2. το γερμανικό κλειδί
  3. η λύπη που νιώθουμε όταν αφήνουμε κάποιον/κάτι που αγαπάμε

Ρήμα

wrench (en)

  1. γραπώνω, αρπάζω, τραβώ απότομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.