wrench

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
wrench (en)
- κίνηση με την οποία συστρέφουμε και τραβάμε με δύναμη
- το γερμανικό κλειδί
- η λύπη που νιώθουμε όταν αφήνουμε κάποιον/κάτι που αγαπάμε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.