wind up
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | wind up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | winds up |
| αόριστος | wound up |
| παθητική μετοχή | wound up |
| ενεργητική μετοχή | winding up |
Προφορά
- ΔΦΑ : /waɪnd ʌp/
Ρήμα
wind up (en)
- καταλήγω (κάπου έχοντας κάνει κάτι)
- συμπεραίνω
- τελειώνω, ολοκληρώνω
- διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
- κοροϊδεύω κάποιον
- εξάπτω
- τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση, κουρδίζω (για μηχανισμούς)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.