weed out
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | weed out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | weeds out |
| αόριστος | weeded out |
| παθητική μετοχή | weeded out |
| ενεργητική μετοχή | weeding out |
Ρήμα
weed out (en)
- εκριζώνω ή σκοτώνω τα ζιζάνια
- εξαλείφω, εκμηδενίζω
- διαχωρίζω και απορρίπτω οτιδήποτε ανεπιθύμητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.