warning
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈwɔːnɪŋ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| warning | warnings |
warning (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προειδοποίηση, κάτι που λέει σε κάποιον ότι κάτι κακό ή δυσάρεστο μπορεί να συμβεί στο μέλλον, ώστε να προσπαθήσει να το αποφύγει
- ↪ She left him without warning.
- Τον εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση.
- ↪ He paid no attention to my warnings.
- Δεν έδωσε σημασία στις προειδοποιήσεις μου.
- ↪ That sign is a warning for danger.
- Αυτό το σήμα είναι προειδοποίηση για κίνδυνο.
- ↪ The yellow card is a warning.
- Η κίτρινη κάρτα είναι προειδοποίηση.
- ↪ The cook left without warning.
- Η μαγείρισσα έφυγε απροειδοποίητα.
- ≈ συνώνυμα: notice
- ↪ She left him without warning.
- η προειδοποίηση, μια δήλωση που λέει σε κάποιον ότι θα τιμωρηθεί εάν συνεχίσει να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο
- ↪ a verbal/written warning - προφορική/γραπτή προειδοποίηση
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.