vitrification
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| vitrification | vitrifications |
Ουσιαστικό
vitrification (fr) θηλυκό
- η υαλοποίηση
- (βιολογία) διαδικασία κατάψυξης οργανικών ιστών που αποφεύγει την κρυστάλλων ώστε το ποσοστό επιβίωσης να είναι μεγαλύτερο
- το βερνίκωμα του παρκέ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη vitrifier
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.