σασί
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σασί
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
châssis
Ουσιαστικό
σασί
ουδέτερο
άκλιτο
το μέρος ενός
οχήματος
που σηκώνει το
αμάξωμα
, τον
κινητήρα
, τις
ρόδες
, ο σκελετός του οχήματος
αμάξωμα
,
καροσερί
Μεταφράσεις
σασί
αγγλικά
:
chassis
(en)
γαλλικά
:
châssis
(fr)
πολωνικά
:
podwozie
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.