visé
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
visé
<
viser
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
visé
visés
visé
(fr)
αρσενικό
η
στόχευση
, το
σημάδεμα
Εκφράσεις
tir au visé
: πυροβολισμός με
στόχαστρο
≠
αντώνυμα
:
tir au jugé
Μετοχή
visé
(fr)
μετοχή
αορίστου
του ρήματος
viser
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
viser
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.