vibrancy

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

vibrancy (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηράδα, η ζωηρότητα, η ζωή και η ενέργεια κάποιου ή κάτι
    She had already lost the vibrancy of her youth.
    Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
    The vibrancy of the colors of a painting.
    H ζωηρότητα των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη liveliness

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.