verrerie
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- verrerie < verre
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| verrerie | verreries |
verrerie (fr) θηλυκό
- υαλουργείο, υαλοποιείο
- η υαλουργία
- το εμπόριο του γυαλιού
- κατάστημα πώλησης γυάλινων αντικειμένων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη verre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.