verrerie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

verrerie < verre

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
verrerie verreries

verrerie (fr) θηλυκό

  1. υαλουργείο, υαλοποιείο
  2. η υαλουργία
  3. το εμπόριο του γυαλιού
  4. κατάστημα πώλησης γυάλινων αντικειμένων

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη verre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.