utérin

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό utérin utérins
θηλυκό utérine utérines

utérin (fr) αρσενικό

  1. που αφορά τη μήτρα, μητριαίος
    Hémorragie utérine. - Αιμορραγία της μήτρας.
    Artère utérine. - Μητριαία αρτηρία.
    Trompe utérine. - Μητριαία σάλπιγγα.
    Noblesse utérine. - Τίτλος ευγενείας που περνούσε από μητέρα σε παιδί.
    Grossesse utérine. - Μητριαία εγκυμοσύνη (το αντίθετο είναι grossesse ectopique ή grossesse extra-utérine).
    Muqueuse utérine. - Μητριαία βλεννογόνος.
  2. λέγεται για αδέλφια που έχουν την ίδια μητέρα αλλά διαφορετικό πατέρα
    Frère utérin, frère consanguin. - Ομομήτριος αδερφός, ετεροθαλής αδερφός.

Σύνθετα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.