utérin
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | utérin | utérins |
| θηλυκό | utérine | utérines |
utérin (fr) αρσενικό
- που αφορά τη μήτρα, μητριαίος
- Hémorragie utérine. - Αιμορραγία της μήτρας.
- Artère utérine. - Μητριαία αρτηρία.
- Trompe utérine. - Μητριαία σάλπιγγα.
- Noblesse utérine. - Τίτλος ευγενείας που περνούσε από μητέρα σε παιδί.
- Grossesse utérine. - Μητριαία εγκυμοσύνη (το αντίθετο είναι grossesse ectopique ή grossesse extra-utérine).
- Muqueuse utérine. - Μητριαία βλεννογόνος.
- λέγεται για αδέλφια που έχουν την ίδια μητέρα αλλά διαφορετικό πατέρα
- Frère utérin, frère consanguin. - Ομομήτριος αδερφός, ετεροθαλής αδερφός.
Σύνθετα
- extra-utérin - extra-utérine
- intra-utérin - intra-utérine
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.