dynamically-typed
Αγγλικά (en)
Επίθετο
dynamically-typed (en)
- (πληροφορική) η γλώσσα προγραμματισμού που ελέγχει και αποδίδει τον τύπο δεδομένων (data type) στις μεταβλητές ανάλογα με τις τιμές που λαμβάνουν κατά την διάρκεια εκτέλεσης του προγράμματος (runtime), ο οποίος ενδέχεται και να μεταβάλλεται
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.