turn off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας turn off
γ΄ ενικό ενεστώτα turns off
αόριστος turned off
παθητική μετοχή turned off
ενεργητική μετοχή turning off

Ετυμολογία

turn off <  δείτε τις λέξεις turn και off

Ρήμα

turn off (en)

  1. (χωρίς παθητική φωνή) στρίβω, αφήνω έναν δρόμο για να ταξιδέψω σε άλλον
    Here is where we turn off for Vassaras.
    Εδώ στρίβουμε για το Βασσαρά.
     συνώνυμα: turn
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω, κλείνω, διακόπτω τη ροή του ηλεκτρισμού, του φυσικού αερίου, του νερού κλπ με διακόπτη, κουμπί κτλ.
    We are turning off the lights.
    Σβήνουμε τα φώτα.
    Will you turn off the TV?
    Θα κλείσεις την τηλεόραση;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη switch off
     αντώνυμα: turn on

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.