turn in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας turn in
γ΄ ενικό ενεστώτα turns in
αόριστος turned in
παθητική μετοχή turned in
ενεργητική μετοχή turning in

Ετυμολογία

turn in <  δείτε τις λέξεις turn και in

Ρήμα

turn in (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) πάω στο κρεβάτι μου, ξαπλώνω
    What time did you turn in? - Τι ώρα ξαπλώνεις;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη go to bed
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο, ιδιωματισμός) παραδίδω, φέρνω κάποιον στην αστυνομία επειδή έχει διαπράξει ένα έγκλημα
    They arrested him and turned him in to the police.
    Τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη turn over to

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.