tiroir
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- tiroir < tirouer < tyroire < tirer
Προφορά
- ⓘ
Εκφράσεις
- charade à tiroirs - λογοπαίγνιο που βασίζεται σε μια διαδοχή άλλων
- fond de tiroir - κάτι που βρίσκεται στο βάθος ενός συρταριού· (κατ’ επέκταση) κάτι παλιό, άχρηστο
- pièce à tiroirs - θεατρικό έργο που βασίζεται στην παρεμβολή σκηνών που δεν έχουν άμεση σχέση με την κύρια πλοκή
- roman à tiroirs - όπως και το παραπάνω, για ένα λογοτέχνημα
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.