tile
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | tile |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | tiles |
| αόριστος | tiled |
| παθητική μετοχή | tiled |
| ενεργητική μετοχή | tiling |
tile (en)
- πλακοστρώνω, τοποθετώ πλακάκια
- κεραμοσκεπώνω, τοποθετώ κεραμύδια
- επιψηφιδώνω, ψηφιδώνω, ψηφιδοστρώνω, τοποθετώ ψηφίδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.