tile

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
tile tiles

tile (en)

  1. πλακάκι, πλακίδιο
  2. tile, rooftile, roof tile: κεραμίδι
  3. ψηφίδα, μικροπλακίδιο

Ρήμα

ενεστώτας tile
γ΄ ενικό ενεστώτα tiles
αόριστος tiled
παθητική μετοχή tiled
ενεργητική μετοχή tiling

tile (en)

  1. πλακοστρώνω, τοποθετώ πλακάκια
  2. κεραμοσκεπώνω, τοποθετώ κεραμύδια
  3. επιψηφιδώνω, ψηφιδώνω, ψηφιδοστρώνω, τοποθετώ ψηφίδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.