tapette
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| tapette | tapettes |
Ουσιαστικό
tapette (fr) θηλυκό
- μυγοσκοτώστρα
- είδος παιχνιδιού όπου χτυπάμε μια μπάλα πάνω σε έναν τοίχο
- ποντικοπαγίδα
- μικρό χτύπημα (στον ώμο, στην πλάτη)
- (οικείο) φλύαρη γλώσσα
- (χυδαίο) ομοφυλόφιλος, « αδερφή »
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.