take out

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

take out <  δείτε τις λέξεις take και out

Ουσιαστικό

take out (en)

  • (αμερικανική σημασία) άλλη γραφή του takeout

Συνώνυμα

Ρήμα

ενεστώτας take out
γ΄ ενικό ενεστώτα takes out
αόριστος took out
παθητική μετοχή taken out
ενεργητική μετοχή taking out

take out (en)

  1. βγάζω κάποιον έξω, τον συνοδεύω σε ραντεβού
    Will you take me out tonight?
    Θα με βγάλεις απόψε έξω;
  2. (ανεπίσημο) βγάζω, ακινητοποιώ με τη βία, σκοτώνω ή καταστρέφω
    We must join forces to take him out of the market.
    Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
    A rival gang took him out.
    Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.
  3. βγάζω, αφαιρώ κάτι από κάτι άλλο
    I am taking something out of a drawer.
    Βγάζω κάτι από το συρτάρι.
    They took out one of his kidneys/eyes.
    Του έβγαλαν το ένα νεφρό/μάτι.
    They took out one of his teeth.
    Του αφαίρεσαν ένα δόντι.
     συνώνυμα:  remove
  4. βγάζω, αποκτώ επίσημο έγγραφο ή υπηρεσία
    I take out an insurance policy.
    Βγάζω ασφάλεια.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.