takeaway
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| takeaway | takeaways |
Ουσιαστικό
takeaway (en) (βρετανικά αγγλικά)
- μαγαζί που πουλάει φαγητό στο χέρι
- το φαγητό από κατάστημα έτοιμου φαγητού
- (μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός) το συμπέρασμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.