mule

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

mule (en)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
mule mules

Ουσιαστικό

mule (fr) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) το μουλάρι
  2. (αργκό) μεταφορέας ναρκωτικών
  3. είδος παντόφλας με ή χωρίς τακούνι, για το σπίτι

Εκφράσεις

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.