mule-jenny
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- mule-jenny < (άμεσο δάνειο) αγγλική mule & spinning jenny
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mule-jenny | mule-jennys |
mule-jenny (fr) θηλυκό
- αυτόματος αργαλειός που χρησιμοποιείται στη νηματουργία του μαλλιού και του βαμβακιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.