dos

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dos < δημώδης λατινική dossum < λατινική dorsum

Προφορά

ΔΦΑ : /do/
 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
dos dos

dos (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

Ρηματικές εκφράσεις

Παράγωγα

Σύνθετα



Ισπανικά (es)

Προφορά

ΔΦΑ : /dos/

Αριθμητικό

dos (es)

  1. δυο



Καταλανικά (ca)

Αριθμητικό

dos (ca)

  1. δυο



Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

dos < de + os

Συγχώνευση

dos (pt) αρσενικό (θηλυκό das)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.